- λίβερτος
- λίβερτος, ὁ (Α)βλ. λιβερτίνος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιβερτίνος — λιβερτῑνος και λίβερτος, ὁ (Α) αυτός που ανήκει ή προέρχεται από την τάξη τών απελευθέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. libertinus, a, um «απελεύθερος». Ο τ. λίβερτος < λατ. libertus, i «απελεύθερος»] … Dictionary of Greek